Translation meaning & definition of the word "fixer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διόρθωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fixer
[Στερεώνων]/fɪksər/
noun
1. Someone who intervenes with authorities for a person in trouble (usually using underhand or illegal methods for a fee)
- synonym:
- fixer ,
- influence peddler
1. Κάποιος που παρεμβαίνει με τις αρχές για ένα πρόσωπο σε πρόβλημα (συνήθως χρησιμοποιώντας υποχωρητικές ή παράνομες μεθόδους για ένα τέλος)
- συνώνυμο:
- διορθωτήσ ,
- πεταλούδα επιρροής
2. A chemical compound that sets or fixes something (as a dye or a photographic image)
- synonym:
- fixing agent ,
- fixer
2. Μια χημική ένωση που θέτει ή διορθώνει κάτι (ως βαφή ή φωτογραφική εικόνα)
- συνώνυμο:
- παράγοντας στερέωσης ,
- διορθωτήσ
3. A skilled worker who mends or repairs things
- synonym:
- mender ,
- repairer ,
- fixer
3. Ένας εξειδικευμένος εργάτης που επιδιορθώνει ή επισκευάζει πράγματα
- συνώνυμο:
- ανταγωνιστήσ ,
- επισκευαστήσ ,
- διορθωτήσ
4. Synthetic narcotic drug similar to morphine but less habit-forming
- Used in narcotic detoxification and maintenance of heroin addiction
- synonym:
- methadone ,
- methadone hydrochloride ,
- methadon ,
- dolophine hydrochloride ,
- fixer ,
- synthetic heroin
4. Συνθετικό ναρκωτικό φάρμακο παρόμοιο με τη μορφίνη αλλά λιγότερο συνηθισμένο
- Χρησιμοποιείται στη ναρκωτική αποτοξίνωση και στη διατήρηση του εθισμού στην ηρωίνη
- συνώνυμο:
- μεθαδόνη ,
- υδροχλωρική μεθαδόνη ,
- μεθάδονο ,
- υδροχλωρική δολοφίνη ,
- διορθωτήσ ,
- συνθετική ηρωίνη