Translation meaning & definition of the word "fixation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταθεροποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fixation
[Στερέωση]/fɪkseʃən/
noun
1. An abnormal state in which development has stopped prematurely
- synonym:
- arrested development ,
- fixation ,
- infantile fixation ,
- regression
1. Μια ανώμαλη κατάσταση στην οποία η ανάπτυξη έχει σταματήσει πρόωρα
- συνώνυμο:
- συλληφθείσα ανάπτυξη ,
- σταθεροποίηση ,
- παιδική σταθεροποίηση ,
- παλινδρόμηση
2. An unhealthy and compulsive preoccupation with something or someone
- synonym:
- obsession ,
- fixation
2. Μια ανθυγιεινή και καταναγκαστική ενασχόληση με κάτι ή κάποιον
- συνώνυμο:
- εμμονή ,
- σταθεροποίηση
3. The activity of fastening something firmly in position
- synonym:
- fixation
3. Η δραστηριότητα της στερέωσης κάτι σταθερά στη θέση του
- συνώνυμο:
- σταθεροποίηση
4. (histology) the preservation and hardening of a tissue sample to retain as nearly as possible the same relations they had in the living body
- synonym:
- fixation ,
- fixing
4. (ιστολογία) η διατήρηση και η σκλήρυνση ενός δείγματος ιστού για να διατηρηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι ίδιες σχέσεις που είχαν στο ζωντανό σώμα
- συνώνυμο:
- σταθεροποίηση ,
- στερέωση