Translation meaning & definition of the word "fixate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "στερεώστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fixate
[Στερεώνω]/fɪkset/
verb
1. Attach (oneself) to a person or thing in a neurotic way
- "He fixates on his mother, even at the age of 40"
- synonym:
- fixate
1. Συνδέστε (ονευ) σε ένα άτομο ή πράγμα με νευρωτικό τρόπο
- "Σταθεροποιεί τη μητέρα του, ακόμη και στην ηλικία των 40"
- συνώνυμο:
- στερεώνω
2. Pay attention to exclusively and obsessively
- "The media are fixating on princess diana's death"
- synonym:
- fixate
2. Δώστε προσοχή αποκλειστικά και εμμονικά
- "Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σταθεροποιούν το θάνατο της πριγκίπισσας νταϊάνα"
- συνώνυμο:
- στερεώνω
3. Make fixed, stable or stationary
- "Let's fix the picture to the frame"
- synonym:
- fixate ,
- fix
3. Κάντε σταθερό, σταθερό ή σταθερό
- "Ας διορθώσουμε την εικόνα στο πλαίσιο"
- συνώνυμο:
- στερεώνω ,
- διορθώνω
4. Become fixed (on)
- "Her eyes fixated on a point on the horizon"
- synonym:
- fixate ,
- settle on
4. Γίνετε σταθερός (-)
- "Τα μάτια της είναι στερεωμένα σε ένα σημείο στον ορίζοντα"
- συνώνυμο:
- στερεώνω ,
- εγκατασταθώ