Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fix" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στερέωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fix

[Επιδιόρθωση]
/fɪks/

noun

1. Informal terms for a difficult situation

  • "He got into a terrible fix"
  • "He made a muddle of his marriage"
    synonym:
  • fix
  • ,
  • hole
  • ,
  • jam
  • ,
  • mess
  • ,
  • muddle
  • ,
  • pickle
  • ,
  • kettle of fish

1. Ανεπίσημοι όροι για μια δύσκολη κατάσταση

  • "Μπήκε σε μια τρομερή λύση"
  • "Έφτιαξε μια λάσπη του γάμου του"
    συνώνυμο:
  • διορθώνω
  • ,
  • τρύπα
  • ,
  • μαρμελάδα
  • ,
  • χάος
  • ,
  • λασπώνω
  • ,
  • τουρσί
  • ,
  • βραστήρας ψαριών

2. Something craved, especially an intravenous injection of a narcotic drug

  • "She needed a fix of chocolate"
    synonym:
  • fix

2. Κάτι λαχταρούσε, ειδικά μια ενδοφλέβια ένεση ενός ναρκωτικού φαρμάκου

  • "Χρειαζόταν μια φόρμουλα σοκολάτας"
    συνώνυμο:
  • διορθώνω

3. The act of putting something in working order again

    synonym:
  • repair
  • ,
  • fix
  • ,
  • fixing
  • ,
  • fixture
  • ,
  • mend
  • ,
  • mending
  • ,
  • reparation

3. Η πράξη της επαναφοράς κάτι στην τάξη λειτουργίας

    συνώνυμο:
  • επισκευή
  • ,
  • διορθώνω
  • ,
  • στερέωση
  • ,
  • προσάρτημα
  • ,
  • επιμελώ
  • ,
  • επιδιόρθωση
  • ,
  • επανόρθωση

4. An exemption granted after influence (e.g., money) is brought to bear

  • "Collusion resulted in tax fixes for gamblers"
    synonym:
  • fix

4. Μια εξαίρεση που χορηγείται μετά από επιρροή (π.χ., το χρηματικό) φέρεται να αντέξει

  • "Η συμπαιγνία είχε ως αποτέλεσμα φορολογικές διορθώσεις για τους παίκτες"
    συνώνυμο:
  • διορθώνω

5. A determination of the place where something is

  • "He got a good fix on the target"
    synonym:
  • localization
  • ,
  • localisation
  • ,
  • location
  • ,
  • locating
  • ,
  • fix

5. Αποφασιστικότητα του τόπου όπου κάτι υπάρχει

  • "Έχει μια καλή λύση για το στόχο"
    συνώνυμο:
  • εντοπισμό
  • ,
  • τοποθεσία
  • ,
  • εντοπισμός
  • ,
  • διορθώνω

verb

1. Restore by replacing a part or putting together what is torn or broken

  • "She repaired her tv set"
  • "Repair my shoes please"
    synonym:
  • repair
  • ,
  • mend
  • ,
  • fix
  • ,
  • bushel
  • ,
  • doctor
  • ,
  • furbish up
  • ,
  • restore
  • ,
  • touch on

1. Επαναφέρετε με την αντικατάσταση ενός μέρους ή βάζοντας μαζί ό, τι είναι σχισμένο ή σπασμένο

  • "Επισκεύασε το τηλεοπτικό της σετ"
  • "Ανακαλέστε τα παπούτσια μου παρακαλώ"
    συνώνυμο:
  • επισκευή
  • ,
  • επιμελώ
  • ,
  • διορθώνω
  • ,
  • μπούσελ
  • ,
  • γιατρός
  • ,
  • ανατριχιάζω
  • ,
  • επαναφορά
  • ,
  • αγγίζω

2. Cause to be firmly attached

  • "Fasten the lock onto the door"
  • "She fixed her gaze on the man"
    synonym:
  • fasten
  • ,
  • fix
  • ,
  • secure

2. Αιτία να είναι σταθερά προσαρτημένος

  • "Στερεώστε την κλειδαριά στην πόρτα"
  • "Έβαλε το βλέμμα της στον άντρα"
    συνώνυμο:
  • στερεώνω
  • ,
  • διορθώνω
  • ,
  • ασφαλίζω

3. Decide upon or fix definitely

  • "Fix the variables"
  • "Specify the parameters"
    synonym:
  • specify
  • ,
  • set
  • ,
  • determine
  • ,
  • define
  • ,
  • fix
  • ,
  • limit

3. Αποφασίστε ή διορθώστε σίγουρα

  • "Διορθώστε τις μεταβλητές"
  • "Προσδιορίστε τις παραμέτρους"
    συνώνυμο:
  • καθορίζω
  • ,
  • σετ
  • ,
  • ορίζω
  • ,
  • διορθώνω
  • ,
  • όριο

4. Prepare for eating by applying heat

  • "Cook me dinner, please"
  • "Can you make me an omelette?"
  • "Fix breakfast for the guests, please"
    synonym:
  • cook
  • ,
  • fix
  • ,
  • ready
  • ,
  • make
  • ,
  • prepare

4. Προετοιμαστείτε για φαγητό εφαρμόζοντας θερμότητα

  • "Φάγαμε το δείπνο, παρακαλώ"
  • "Μπορείτε να μου κάνετε ομελέτα?"
  • "Επιδιόρθωση πρωινού για τους επισκέπτες, παρακαλώ"
    συνώνυμο:
  • μαγειρεύω
  • ,
  • διορθώνω
  • ,
  • έτοιμος
  • ,
  • βγάζω
  • ,
  • προετοιμάζω

5. Take vengeance on or get even

  • "We'll get them!"
  • "That'll fix him good!"
  • "This time i got him"
    synonym:
  • pay back
  • ,
  • pay off
  • ,
  • get
  • ,
  • fix

5. Πάρτε εκδίκηση ή ακόμη και

  • "Θα τα πάρουμε!"
  • "Αυτό θα τον φτιάξει καλό!"
  • "Αυτή τη φορά τον πήρα"
    συνώνυμο:
  • επιστρέφω
  • ,
  • αποδίδω
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • διορθώνω

6. Set or place definitely

  • "Let's fix the date for the party!"
    synonym:
  • fix

6. Σετ ή τοποθετήστε σίγουρα

  • "Ας διορθώσουμε την ημερομηνία για το πάρτι!"
    συνώνυμο:
  • διορθώνω

7. Kill, preserve, and harden (tissue) in order to prepare for microscopic study

    synonym:
  • fix

7. Σκοτώστε, διατηρήστε και σκληρύνετε το (τισουε) για να προετοιμαστείτε για μικροσκοπική μελέτη

    συνώνυμο:
  • διορθώνω

8. Make fixed, stable or stationary

  • "Let's fix the picture to the frame"
    synonym:
  • fixate
  • ,
  • fix

8. Κάντε σταθερό, σταθερό ή σταθερό

  • "Ας διορθώσουμε την εικόνα στο πλαίσιο"
    συνώνυμο:
  • στερεώνω
  • ,
  • διορθώνω

9. Make infertile

  • "In some countries, people with genetically transmissible disabilites are sterilized"
    synonym:
  • sterilize
  • ,
  • sterilise
  • ,
  • desex
  • ,
  • unsex
  • ,
  • desexualize
  • ,
  • desexualise
  • ,
  • fix

9. Κάνω στείρα

  • "Σε ορισμένες χώρες, τα άτομα με γενετικά μεταδοτικά ανασταλτικά αποστειρώνονται"
    συνώνυμο:
  • αποστειρώνω
  • ,
  • αποσυνδέω
  • ,
  • ανύπαρκτοσ
  • ,
  • απελευθερώνω
  • ,
  • διορθώνω

10. Influence an event or its outcome by illegal means

  • "Fix a race"
    synonym:
  • fix

10. Επηρεάστε ένα γεγονός ή το αποτέλεσμά του με παράνομα μέσα

  • "Διορθώστε έναν αγώνα"
    συνώνυμο:
  • διορθώνω

11. Put (something somewhere) firmly

  • "She posited her hand on his shoulder"
  • "Deposit the suitcase on the bench"
  • "Fix your eyes on this spot"
    synonym:
  • situate
  • ,
  • fix
  • ,
  • posit
  • ,
  • deposit

11. Βάλτε (κάτι κάπου) σταθερά

  • "Έβαλε το χέρι της στον ώμο του"
  • "Καταθέστε τη βαλίτσα στον πάγκο"
  • "Στερεώστε τα μάτια σας σε αυτό το σημείο"
    συνώνυμο:
  • τοποθετώ
  • ,
  • διορθώνω
  • ,
  • θέση
  • ,
  • κατάθεση

12. Make ready or suitable or equip in advance for a particular purpose or for some use, event, etc

  • "Get the children ready for school!"
  • "Prepare for war"
  • "I was fixing to leave town after i paid the hotel bill"
    synonym:
  • fix
  • ,
  • prepare
  • ,
  • set up
  • ,
  • ready
  • ,
  • gear up
  • ,
  • set

12. Ετοιμάστε ή εξοπλίστε εκ των προτέρων για ένα συγκεκριμένο σκοπό ή για κάποια χρήση, γεγονός, κ.λπ

  • "Ετοιμάστε τα παιδιά για το σχολείο!"
  • "Προετοιμασία για πόλεμο"
  • "Ήμουν να φύγω από την πόλη αφού πλήρωσα το λογαριασμό του ξενοδοχείου"
    συνώνυμο:
  • διορθώνω
  • ,
  • προετοιμάζω
  • ,
  • στήνω
  • ,
  • έτοιμος
  • ,
  • επιταχύνω
  • ,
  • σετ

Examples of using

It's taken us three weeks to fix, but at last our car runs satisfactorily.
Μας πήρε τρεις εβδομάδες για να το διορθώσουμε, αλλά επιτέλους το αυτοκίνητό μας λειτουργεί ικανοποιητικά.
We shall fix all bugs today before leaving the office.
Θα διορθώσουμε όλα τα σφάλματα σήμερα πριν φύγουμε από το γραφείο.
Tom had to climb the pole to fix the telephone wire.
Ο Τομ έπρεπε να ανέβει στον πόλο για να διορθώσει το τηλεφωνικό καλώδιο.