Translation meaning & definition of the word "fitter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλιτέχνης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fitter
[Παραλείπω]/fɪtər/
noun
1. Someone who fits a garment to a particular person
- synonym:
- fitter
1. Κάποιος που ταιριάζει σε ένα ρούχο σε ένα συγκεκριμένο άτομο
- συνώνυμο:
- προσαρμοστήσ
adjective
1. Improved in health or physical condition
- synonym:
- fitter ,
- healthier
1. Βελτιωμένη στην υγεία ή τη φυσική κατάσταση
- συνώνυμο:
- προσαρμοστήσ ,
- υγιέστερο