Translation meaning & definition of the word "fitted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξοπλισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fitted
[Εντυπωσιακό]/fɪtəd/
adjective
1. Being the right size and shape to fit as desired
- "A fitted overcoat"
- "He quickly assembled the fitted pieces"
- synonym:
- fitted
1. Είναι το σωστό μέγεθος και σχήμα για να ταιριάζει όπως επιθυμείτε
- "Εντοιχισμένο παλτό"
- "Συγκέντρωσε γρήγορα τα εντοιχισμένα κομμάτια"
- συνώνυμο:
- εφοδιασμένο
Examples of using
Tom is fitted to become a businessman.
Ο Τομ είναι εφοδιασμένος να γίνει επιχειρηματίας.
Tom is fitted to become a businessman.
Ο Τομ είναι εφοδιασμένος να γίνει επιχειρηματίας.