Translation meaning & definition of the word "fitness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυμναστήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fitness
[Γυμναστήριο]/fɪtnəs/
noun
1. The quality of being suitable
- "They had to prove their fitness for the position"
- synonym:
- fitness ,
- fittingness
1. Η ποιότητα του να είσαι κατάλληλος
- "Έπρεπε να αποδείξουν τη φυσική τους κατάσταση για τη θέση"
- συνώνυμο:
- γυμναστήριο ,
- τοποθέτηση
2. Good physical condition
- Being in shape or in condition
- synonym:
- fitness ,
- physical fitness
2. Καλή φυσική κατάσταση
- Είναι σε φόρμα ή σε κατάσταση
- συνώνυμο:
- γυμναστήριο ,
- φυσική κατάσταση
3. Fitness to traverse the seas
- synonym:
- seaworthiness ,
- fitness
3. Φυσική κατάσταση για να διασχίσει τις θάλασσες
- συνώνυμο:
- πλωτότητα ,
- γυμναστήριο
4. The quality of being qualified
- synonym:
- fitness
4. Η ποιότητα της κατάρτισης
- συνώνυμο:
- γυμναστήριο