Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fit" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταιριάζει" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fit

[Προσαρμόζω]
/fɪt/

noun

1. A display of bad temper

  • "He had a fit"
  • "She threw a tantrum"
  • "He made a scene"
    synonym:
  • fit
  • ,
  • tantrum
  • ,
  • scene
  • ,
  • conniption

1. Μια επίδειξη κακής ψυχραιμίας

  • "Είχε μια εφαρμογή"
  • "Έδωσε ένα τύμπανο"
  • "Έφτιαξε μια σκηνή"
    συνώνυμο:
  • ταιριάζω
  • ,
  • τάντρουμ
  • ,
  • σκηνή
  • ,
  • παραχώρηση

2. A sudden uncontrollable attack

  • "A paroxysm of giggling"
  • "A fit of coughing"
  • "Convulsions of laughter"
    synonym:
  • paroxysm
  • ,
  • fit
  • ,
  • convulsion

2. Μια ξαφνική ανεξέλεγκτη επίθεση

  • "Ένα παροξυσμό του γέλιου"
  • "Μια εφαρμογή βήχα"
  • "Σπασμοί γέλιου"
    συνώνυμο:
  • παροξυσμόσ
  • ,
  • ταιριάζω
  • ,
  • σπασμοί

3. The manner in which something fits

  • "I admired the fit of her coat"
    synonym:
  • fit

3. Ο τρόπος με τον οποίο κάτι ταιριάζει

  • "Θαύμαζα την εφαρμογή του παλτού της"
    συνώνυμο:
  • ταιριάζω

4. A sudden flurry of activity (often for no obvious reason)

  • "A burst of applause"
  • "A fit of housecleaning"
    synonym:
  • burst
  • ,
  • fit

4. Ένας ξαφνικός πονόλαιμος δραστηριότητας (συχνά χωρίς προφανή λόγο)

  • "Ένα χειροκρότημα"
  • "Ένα ταίρι του καθαρισμού σπιτιού"
    συνώνυμο:
  • έκρηξη
  • ,
  • ταιριάζω

verb

1. Be agreeable or acceptable to

  • "This suits my needs"
    synonym:
  • suit
  • ,
  • accommodate
  • ,
  • fit

1. Να είστε ευχάριστοι ή αποδεκτοί

  • "Αυτό ταιριάζει στις ανάγκες μου"
    συνώνυμο:
  • κοστούμι
  • ,
  • φιλοξενία
  • ,
  • ταιριάζω

2. Be the right size or shape

  • Fit correctly or as desired
  • "This piece won't fit into the puzzle"
    synonym:
  • fit
  • ,
  • go

2. Να είστε το σωστό μέγεθος ή σχήμα

  • Ταιριάζει σωστά ή όπως επιθυμείτε
  • "Αυτό το κομμάτι δεν θα ταιριάζει στο παζλ"
    συνώνυμο:
  • ταιριάζω
  • ,
  • πηγαίνω

3. Satisfy a condition or restriction

  • "Does this paper meet the requirements for the degree?"
    synonym:
  • meet
  • ,
  • fit
  • ,
  • conform to

3. Ικανοποιήστε μια κατάσταση ή έναν περιορισμό

  • "Αυτό το έγγραφο πληροί τις απαιτήσεις για το βαθμό?"
    συνώνυμο:
  • συναντώ
  • ,
  • ταιριάζω
  • ,
  • συμμορφώνομαι

4. Make fit

  • "Fit a dress"
  • "He fitted other pieces of paper to his cut-out"
    synonym:
  • fit

4. Ταιριάζω

  • "Ταιριάζει ένα φόρεμα"
  • "Τοποθέτησε άλλα κομμάτια χαρτιού στο κόψιμο του"
    συνώνυμο:
  • ταιριάζω

5. Insert or adjust several objects or people

  • "Can you fit the toy into the box?"
  • "This man can't fit himself into our work environment"
    synonym:
  • fit

5. Εισαγάγετε ή ρυθμίστε διάφορα αντικείμενα ή άτομα

  • "Μπορείτε να τοποθετήσετε το παιχνίδι στο κουτί?"
  • "Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να ταιριάξει τον εαυτό του στο εργασιακό μας περιβάλλον"
    συνώνυμο:
  • ταιριάζω

6. Be compatible, similar or consistent

  • Coincide in their characteristics
  • "The two stories don't agree in many details"
  • "The handwriting checks with the signature on the check"
  • "The suspect's fingerprints don't match those on the gun"
    synonym:
  • match
  • ,
  • fit
  • ,
  • correspond
  • ,
  • check
  • ,
  • jibe
  • ,
  • gibe
  • ,
  • tally
  • ,
  • agree

6. Να είστε συμβατοί, παρόμοιοι ή συνεπείς

  • Συμπίπτουν στα χαρακτηριστικά τους
  • "Οι δύο ιστορίες δεν συμφωνούν σε πολλές λεπτομέρειες"
  • "Η γραφή ελέγχει με την υπογραφή στον έλεγχο"
  • "Τα δακτυλικά αποτυπώματα του υπόπτου δεν ταιριάζουν με εκείνα που βρίσκονται στο όπλο"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ
  • ,
  • ταιριάζω
  • ,
  • αντιστοιχώ
  • ,
  • ελέγχω
  • ,
  • τζιμπέ
  • ,
  • τσίμπημα
  • ,
  • τακτοποιημένα
  • ,
  • συμφωνώ

7. Conform to some shape or size

  • "How does this shirt fit?"
    synonym:
  • fit

7. Συμμορφωθείτε με κάποιο σχήμα ή μέγεθος

  • "Πώς ταιριάζει αυτό το πουκάμισο?"
    συνώνυμο:
  • ταιριάζω

8. Provide with (something) usually for a specific purpose

  • "The expedition was equipped with proper clothing, food, and other necessities"
    synonym:
  • equip
  • ,
  • fit
  • ,
  • fit out
  • ,
  • outfit

8. Παρέχετε με (κάτι) συνήθως για ένα συγκεκριμένο σκοπό

  • "Η αποστολή ήταν εξοπλισμένη με κατάλληλα ρούχα, τρόφιμα και άλλες ανάγκες"
    συνώνυμο:
  • εξοπλίζω
  • ,
  • ταιριάζω
  • ,
  • ντύσιμο

9. Make correspond or harmonize

  • "Match my sweater"
    synonym:
  • match
  • ,
  • fit

9. Αντιστοιχίστε ή εναρμονίστε

  • "Ταιριάξτε το πουλόβερ μου"
    συνώνυμο:
  • αγώνασ
  • ,
  • ταιριάζω

adjective

1. Meeting adequate standards for a purpose

  • "A fit subject for discussion"
  • "It is fit and proper that you be there"
  • "Water fit to drink"
  • "Fit for duty"
  • "Do as you see fit to"
    synonym:
  • fit

1. Τήρηση των κατάλληλων προτύπων για ένα σκοπό

  • "Ένα κατάλληλο θέμα για συζήτηση"
  • "Είναι σωστό και σωστό να είσαι εκεί"
  • "Νερό που ταιριάζει στο ποτό"
  • "Κατάλληλο για καθήκον"
  • "Κάνε όπως βλέπεις ταιριάζει"
    συνώνυμο:
  • ταιριάζω

2. (usually followed by `to' or `for') on the point of or strongly disposed

  • "In no fit state to continue"
  • "Fit to drop"
  • "Laughing fit to burst"
  • "She was fit to scream"
  • "Primed for a fight"
  • "We are set to go at any time"
    synonym:
  • fit(p)
  • ,
  • primed(p)
  • ,
  • set(p)

2. (συνήθως ακολουθείται από `προς' ή `για') στο σημείο ή έντονα διατεθειμένο

  • "Σε καμία κατάσταση δεν είναι προσαρμοσμένη για να συνεχίσει"
  • "Ταιριάζει στην πτώση"
  • "Γελώντας ταιριάζει στην έκρηξη"
  • "Ήταν κατάλληλη για να ουρλιάξει"
  • "Αγωνίζεται για έναν αγώνα"
  • "Είμαστε έτοιμοι να πάμε ανά πάσα στιγμή"
    συνώνυμο:
  • φιτσι()<TAG1>
  • ,
  • πρωτ()<TAG1>
  • ,
  • σετ()<TAG1>

3. Physically and mentally sound or healthy

  • "Felt relaxed and fit after their holiday"
  • "Keeps fit with diet and exercise"
    synonym:
  • fit

3. Σωματικά και ψυχικά υγιή ή υγιή

  • "Ένιωσα χαλαρή και ταιριάζει μετά τις διακοπές τους"
  • "Διατηρεί ταιριάζει με τη διατροφή και την άσκηση"
    συνώνυμο:
  • ταιριάζω

Examples of using

Do as you think fit.
Κάνε ό, τι νομίζεις ότι ταιριάζει.
How many dancing angels can fit on the tip of a knife blade?
Πόσοι άγγελοι χορεύουν μπορούν να χωρέσουν στην άκρη μιας λεπίδας μαχαιριού?
The food here isn't fit to eat.
Το φαγητό εδώ δεν είναι κατάλληλο για φαγητό.