Translation meaning & definition of the word "fishy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fishy
[Ψαρόσ]/fɪʃi/
adjective
1. Of or relating to or resembling fish
- "The soup had a fishy smell"
- synonym:
- fishy
1. Από ή σχετίζονται με ή μοιάζουν με ψάρια
- "Η σούπα είχε μια μυρωδιά ψαριού"
- συνώνυμο:
- ψαρόσ
2. Not as expected
- "There was something fishy about the accident"
- "Up to some funny business"
- "Some definitely queer goings-on"
- "A shady deal"
- "Her motives were suspect"
- "Suspicious behavior"
- synonym:
- fishy ,
- funny ,
- shady ,
- suspect ,
- suspicious
2. Όχι όπως αναμενόταν
- "Υπήρχε κάτι ψαρονέφρι για το ατύχημα"
- "Μέχρι κάποια αστεία επιχείρηση"
- "Κάποια σίγουρα παράξενα βήματα"
- "Σκληρή συμφωνία"
- "Τα κίνητρά της ήταν ύποπτα"
- "Κακή συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- ψαρόσ ,
- αστείος ,
- σκιερός ,
- ύποπτος
Examples of using
I was locked out! There's got to be something fishy going on.
Ήμουν κλειδωμένος! Πρέπει να υπάρχει κάτι ψαρότοπο που συμβαίνει.