Translation meaning & definition of the word "fishmonger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψαροκόκαλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fishmonger
[Ψαρομανδύασ]/fɪʃmɑŋgər/
noun
1. Someone who sells fish
- synonym:
- fishmonger ,
- fishwife
1. Αυτός που πουλάει ψάρια
- συνώνυμο:
- ιχθυοτρόφοσ ,
- ιχθυοτροφείο