Translation meaning & definition of the word "fishing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλιεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fishing
[Ψάρεμα]/fɪʃɪŋ/
noun
1. The act of someone who fishes as a diversion
- synonym:
- fishing ,
- sportfishing
1. Η πράξη κάποιου που ψαρεύει ως εκτροπή
- συνώνυμο:
- αλιεία ,
- αθλητική αλιεία
2. The occupation of catching fish for a living
- synonym:
- fishing
2. Η κατοχή της αλίευσης ψαριών για τα προς το ζην
- συνώνυμο:
- αλιεία
Examples of using
The father went fishing.
Ο πατέρας πήγε για ψάρεμα.
Tom passed most of the time fishing.
Ο Τομ πέρασε τις περισσότερες φορές για ψάρεμα.
Do you want to go fishing with me?
Θέλεις να πας να ψαρέψεις μαζί μου?