Translation meaning & definition of the word "fiscal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οικονομικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fiscal
[Δημοσιονομικός]/fɪskəl/
adjective
1. Involving financial matters
- "Fiscal responsibility"
- synonym:
- fiscal ,
- financial
1. Συμμετοχή σε οικονομικά θέματα
- "Δημοσιονομική ευθύνη"
- συνώνυμο:
- δημοσιονομικός ,
- οικονομικός
Examples of using
Japan's national budget for a new fiscal year is normally compiled in December.
Ο εθνικός προϋπολογισμός της Ιαπωνίας για ένα νέο οικονομικό έτος καταρτίζεται συνήθως τον Δεκέμβριο.