Translation meaning & definition of the word "firstly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρώτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Firstly
[Πρώτον]/fərstli/
adverb
1. Before anything else
- "First we must consider the garter snake"
- synonym:
- first ,
- firstly ,
- foremost ,
- first of all ,
- first off
1. Πριν από οτιδήποτε άλλο
- "Πρώτα πρέπει να εξετάσουμε το φίδι του γκαρτέρ"
- συνώνυμο:
- πρώτος ,
- πρώτον ,
- πρωταρχικόσ ,
- πρώτα από όλα ,
- πρώτα