Translation meaning & definition of the word "firsthand" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρώτο χέρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Firsthand
[Από πρώτο χέρι]/fərsthænd/
adjective
1. Received directly from a source
- "Firsthand information"
- synonym:
- firsthand
1. Λαμβάνεται απευθείας από μια πηγή
- "Πρώτη πληροφορία"
- συνώνυμο:
- από πρώτο χέρι
adverb
1. From the original source
- Directly
- "I heard this story firsthand"
- synonym:
- firsthand ,
- at first hand
1. Από την αρχική πηγή
- Άμεσα
- "Ακούσαμε αυτή την ιστορία από πρώτο χέρι"
- συνώνυμο:
- από πρώτο χέρι
Examples of using
I got this information firsthand.
Πήρα αυτές τις πληροφορίες από πρώτο χέρι.