Translation meaning & definition of the word "firm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εταιρεία" στην ελληνική γλώσσα
Firm
[Σταθερός]noun
1. The members of a business organization that owns or operates one or more establishments
- "He worked for a brokerage house"
- synonym:
- firm ,
- house ,
- business firm
1. Τα μέλη ενός επιχειρηματικού οργανισμού που κατέχει ή λειτουργεί ένα ή περισσότερα ιδρύματα
- "Εργάστηκε για ένα σπίτι μεσιτείας"
- συνώνυμο:
- σταθερός ,
- σπίτι ,
- επιχειρηματική εταιρεία
verb
1. Become taut or tauter
- "Your muscles will firm when you exercise regularly"
- "The rope tautened"
- synonym:
- tauten ,
- firm
1. Γίνετε τεντωμένοι ή τεντωμένοι
- "Οι μύες σας θα σταθεροποιηθούν όταν ασκείστε τακτικά"
- "Το σχοινί τεντώθηκε"
- συνώνυμο:
- τεντώνω ,
- σταθερός
2. Make taut or tauter
- "Tauten a rope"
- synonym:
- tauten ,
- firm
2. Κάντε τεντωμένο ή τεντωμένο
- "Ξεφορτώσου ένα σχοινί"
- συνώνυμο:
- τεντώνω ,
- σταθερός
adjective
1. Marked by firm determination or resolution
- Not shakable
- "Firm convictions"
- "A firm mouth"
- "Steadfast resolve"
- "A man of unbendable perseverence"
- "Unwavering loyalty"
- synonym:
- firm ,
- steadfast ,
- steady ,
- stiff ,
- unbendable ,
- unfaltering ,
- unshakable ,
- unwavering
1. Χαρακτηρίζεται από σταθερό προσδιορισμό ή απόλυση
- Δεν ασταμάτητος
- "Βάσιμες καταδίκες"
- "Σταθερό στόμα"
- "Σταθερή απόφαση"
- "Ένας άνθρωπος με απεριόριστη επιμονή"
- "Ακατάπαυστη πίστη"
- συνώνυμο:
- σταθερός ,
- σκληρός ,
- απαράδεκτοσ ,
- απαλλάσσω ,
- ακλόνητοσ
2. Not soft or yielding to pressure
- "A firm mattress"
- "The snow was firm underfoot"
- "Solid ground"
- synonym:
- firm ,
- solid
2. Δεν είναι μαλακό ή αποδίδοντας στην πίεση
- "Σταθερό στρώμα"
- "Το χιόνι ήταν σταθερό κάτω από τα πόδια"
- "Στερεό έδαφος"
- συνώνυμο:
- σταθερός ,
- στερεό
3. Strong and sure
- "A firm grasp"
- "Gave a strong pull on the rope"
- synonym:
- firm ,
- strong
3. Ισχυρός και σίγουρος
- "Σταθερή κατανόηση"
- "Έδωσε ένα ισχυρό τράβηγμα στο σχοινί"
- συνώνυμο:
- σταθερός ,
- ισχυρός
4. Not subject to revision or change
- "A firm contract"
- "A firm offer"
- synonym:
- firm
4. Δεν υπόκειται σε αναθεώρηση ή αλλαγή
- "Σταθερή σύμβαση"
- "Μια σταθερή προσφορά"
- συνώνυμο:
- σταθερός
5. (of especially a person's physical features) not shaking or trembling
- "His voice was firm and confident"
- "A firm step"
- synonym:
- firm
5. ( ειδικά των φυσικών χαρακτηριστικών ενός ατόμουδεν τρέμει ή δεν τρέμει
- "Η φωνή του ήταν σταθερή και σίγουρη"
- "Σταθερό βήμα"
- συνώνυμο:
- σταθερός
6. Not liable to fluctuate or especially to fall
- "Stocks are still firm"
- synonym:
- firm ,
- steady ,
- unfluctuating
6. Δεν υπόκειται σε κυμαινόμενες ή ειδικά σε πτώση
- "Τα αποθέματα είναι ακόμα σταθερά"
- συνώνυμο:
- σταθερός ,
- αποσυναρμολόγηση
7. Securely established
- "Holds a firm position as the country's leading poet"
- synonym:
- firm
7. Καθιερωμένος
- "Κατέχει μια σταθερή θέση ως κορυφαίος ποιητής της χώρας"
- συνώνυμο:
- σταθερός
8. Possessing the tone and resiliency of healthy tissue
- "Firm muscles"
- synonym:
- firm
8. Διαθέτοντας τον τόνο και την ανθεκτικότητα του υγιούς ιστού
- "Σταθεροί μύες"
- συνώνυμο:
- σταθερός
9. Securely fixed in place
- "The post was still firm after being hit by the car"
- synonym:
- fast ,
- firm ,
- immobile
9. Στερεωμένο με ασφάλεια στη θέση του
- "Η θέση ήταν ακόμα σταθερή αφού χτυπήθηκε από το αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- γρήγορος ,
- σταθερός ,
- ακίνητος
10. Unwavering in devotion to friend or vow or cause
- "A firm ally"
- "Loyal supporters"
- "The true-hearted soldier...of tippecanoe"- campaign song for william henry harrison
- "Fast friends"
- synonym:
- firm ,
- loyal ,
- truehearted ,
- fast(a)
10. Ακλόνητη αφοσίωση στο φίλο ή όρκο ή αιτία
- "Σταθερός σύμμαχος"
- "Πιστοί υποστηρικτές"
- "Ο πραγματικά καλόκαρδος στρατιώτης του τιππεκάνοε" - τραγούδι εκστρατείας για τον ουίλιαμ χένρι χάρισον.
- "Γρήγορους φίλους"
- συνώνυμο:
- σταθερός ,
- πιστός ,
- αληθινόσ ,
- ντεσι()
adverb
1. With resolute determination
- "We firmly believed it"
- "You must stand firm"
- synonym:
- firm ,
- firmly ,
- steadfastly ,
- unwaveringly
1. Με αποφασιστική αποφασιστικότητα
- "Το πιστεύαμε ακράδαντα"
- "Πρέπει να είσαι σταθερός"
- συνώνυμο:
- σταθερός ,
- σταθερά ,
- ακλόνητα