Translation meaning & definition of the word "firework" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυροτέχνημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Firework
[Πυροτέχνημα]/faɪrwərk/
noun
1. (usually plural) a device with an explosive that burns at a low rate and with colored flames
- Can be used to illuminate areas or send signals etc.
- synonym:
- firework ,
- pyrotechnic
1. (συνήθως πληθυντικό) μια συσκευή με ένα εκρηκτικό που καίει σε χαμηλό ρυθμό και με χρωματιστές φλόγες
- Μπορέστε να χρησιμοποιηθείτε για να φωτίσετε τις περιοχές ή να στείλετε τα σήματα κ.λπ.
- συνώνυμο:
- πυροτέχνημα ,
- πυροτεχνική