Translation meaning & definition of the word "firewood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καυσόξυλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Firewood
[Καυσόξυλα]/faɪərwʊd/
noun
1. Wood used for fuel
- "They collected and cut their own firewood"
- synonym:
- firewood
1. Ξύλο που χρησιμοποιείται για τα καύσιμα
- "Συγκέντρωσαν και έκοψαν τα δικά τους καυσόξυλα"
- συνώνυμο:
- καυσόξυλα
Examples of using
They've cut down most of the trees for firewood.
Έχουν κόψει τα περισσότερα δέντρα για καυσόξυλα.
Tom chopped firewood all afternoon.
Ο Τομ έκοψε καυσόξυλα όλο το απόγευμα.
I'd like you to help me gather some firewood.
Θα ήθελα να με βοηθήσετε να μαζέψω καυσόξυλα.