Translation meaning & definition of the word "firearm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυσικό όπλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Firearm
[Πυροβόλο όπλο]/faɪərɑrm/
noun
1. A portable gun
- "He wore his firearm in a shoulder holster"
- synonym:
- firearm ,
- piece ,
- small-arm
1. Ένα φορητό όπλο
- "Φορούσε το όπλο του σε μια θήκη ώμου"
- συνώνυμο:
- πυροβόλο όπλο ,
- κομμάτι ,
- μικρό αρμενάκι
Examples of using
Gun makers have been able to escape responsibility for firearm violence.
Οι κατασκευαστές όπλων κατάφεραν να ξεφύγουν από την ευθύνη για τη βία με πυροβόλα όπλα.