Translation meaning & definition of the word "finite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεπερασμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Finite
[Φινίρισμα]/faɪnaɪt/
adjective
1. Bounded or limited in magnitude or spatial or temporal extent
- synonym:
- finite
1. Οριοθετημένος ή περιορισμένος στο μέγεθος ή τη χωρική ή χρονική έκταση
- συνώνυμο:
- πεπερασμένοσ
2. Of verbs
- Relating to forms of the verb that are limited in time by a tense and (usually) show agreement with number and person
- synonym:
- finite
2. Ρήματα
- Σχετικά με τις μορφές του ρήματος που είναι περιορισμένες στο χρόνο από μια τεταμένη και (συνήθως) δείχνουν συμφωνία με τον αριθμό και το άτομο
- συνώνυμο:
- πεπερασμένοσ
Examples of using
Obviously, the theorem is true for finite sets.
Προφανώς, το θεώρημα ισχύει για τα πεπερασμένα σύνολα.