Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "finish" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τερματισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Finish

[Τελειώστε]
/fɪnɪʃ/

noun

1. A decorative texture or appearance of a surface (or the substance that gives it that appearance)

  • "The boat had a metallic finish"
  • "He applied a coat of a clear finish"
  • "When the finish is too thin it is difficult to apply evenly"
    synonym:
  • coating
  • ,
  • finish
  • ,
  • finishing

1. Μια διακοσμητική υφή ή εμφάνιση μιας επιφάνειας (ή η ουσία που της δίνει αυτή την εμφάνιση)

  • "Το σκάφος είχε μεταλλικό φινίρισμα"
  • "Έβαλε ένα παλτό από ένα σαφές φινίρισμα"
  • "Όταν το φινίρισμα είναι πολύ λεπτό είναι δύσκολο να εφαρμοστεί ομοιόμορφα"
    συνώνυμο:
  • επικάλυψη
  • ,
  • τελειώνω
  • ,
  • φινίρισμα

2. The temporal end

  • The concluding time
  • "The stopping point of each round was signaled by a bell"
  • "The market was up at the finish"
  • "They were playing better at the close of the season"
    synonym:
  • stopping point
  • ,
  • finale
  • ,
  • finis
  • ,
  • finish
  • ,
  • last
  • ,
  • conclusion
  • ,
  • close

2. Το χρονικό τέλος

  • Ο τελικός χρόνος
  • "Το σημείο διακοπής κάθε γύρου σηματοδοτήθηκε από ένα κουδούνι"
  • "Η αγορά είχε ανέβει στο τέλος"
  • "Παίζουν καλύτερα στο τέλος της σεζόν"
    συνώνυμο:
  • σημείο διακοπής
  • ,
  • φινάλε
  • ,
  • φίνις
  • ,
  • τελειώνω
  • ,
  • τελευταίος
  • ,
  • συμπέρασμα
  • ,
  • κοντά

3. A highly developed state of perfection

  • Having a flawless or impeccable quality
  • "They performed with great polish"
  • "I admired the exquisite refinement of his prose"
  • "Almost an inspiration which gives to all work that finish which is almost art"--joseph conrad
    synonym:
  • polish
  • ,
  • refinement
  • ,
  • culture
  • ,
  • cultivation
  • ,
  • finish

3. Μια πολύ ανεπτυγμένη κατάσταση τελειότητας

  • Έχοντας μια άψογη ή άψογη ποιότητα
  • "Τα πήγαιναν με εξαιρετικό βερνίκι"
  • "Θαύμαζα την εξαιρετική φινέτσα της πεζογραφίας του"
  • "Σχεδόν μια έμπνευση που δίνει σε όλο το έργο που τελειώνει που είναι σχεδόν τέχνη"-τζόζεφ κόνραντ
    συνώνυμο:
  • πολωνικά
  • ,
  • βελτίωση
  • ,
  • πολιτισμός
  • ,
  • καλλιέργεια
  • ,
  • τελειώνω

4. The place designated as the end (as of a race or journey)

  • "A crowd assembled at the finish"
  • "He was nearly exhausted as their destination came into view"
    synonym:
  • finish
  • ,
  • destination
  • ,
  • goal

4. Ο τόπος που ορίζεται ως το τέλος (ας ενός αγώνα ή ταξιδιού)

  • "Ένα πλήθος συγκεντρώθηκε στο τέλος"
  • "Ήταν σχεδόν εξαντλημένος καθώς ο προορισμός τους εμφανίστηκε"
    συνώνυμο:
  • τελειώνω
  • ,
  • προορισμός
  • ,
  • στόχος

5. Designated event that concludes a contest (especially a race)

  • "Excitement grew as the finish neared"
  • "My horse was several lengths behind at the finish"
  • "The winner is the team with the most points at the finish"
    synonym:
  • finish

5. Καθορισμένη εκδήλωση που ολοκληρώνει ένα διαγωνισμό (ειδικά έναν αγώνα)

  • "Η διέγερση μεγάλωσε καθώς το φινίρισμα πλησίαζε"
  • "Το άλογό μου ήταν αρκετά μήκη πίσω στο τέλος"
  • "Ο νικητής είναι η ομάδα με τους περισσότερους πόντους στον τερματισμό"
    συνώνυμο:
  • τελειώνω

6. The downfall of someone (as of persons on one side of a conflict)

  • "Booze will be the finish of him"
  • "It was a fight to the finish"
    synonym:
  • finish

6. Η πτώση κάποιου (α ατόμων στη μία πλευρά της σύγκρουσης)

  • "Το μπουκάλι θα είναι το τέλος του"
  • "Ήταν μια μάχη μέχρι το τέλος"
    συνώνυμο:
  • τελειώνω

7. Event whose occurrence ends something

  • "His death marked the ending of an era"
  • "When these final episodes are broadcast it will be the finish of the show"
    synonym:
  • ending
  • ,
  • conclusion
  • ,
  • finish

7. Εκδήλωση του οποίου η εμφάνιση τελειώνει κάτι

  • "Ο θάνατός του σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής"
  • "Όταν αυτά τα τελικά επεισόδια μεταδίδονται θα είναι το τέλος της παράστασης"
    συνώνυμο:
  • τελειώνω
  • ,
  • συμπέρασμα

8. (wine tasting) the taste of a wine on the back of the tongue (as it is swallowed)

  • "The wine has a nutty flavor and a pleasant finish"
    synonym:
  • finish

8. (γευσιγνωσία κρασιού) η γεύση ενός κρασιού στο πίσω μέρος της γλώσσας (ας καταπίνεται)

  • "Το κρασί έχει μια γεύση καρυδιού και ένα ευχάριστο φινίρισμα"
    συνώνυμο:
  • τελειώνω

9. The act of finishing

  • "His best finish in a major tournament was third"
  • "The speaker's finishing was greeted with applause"
    synonym:
  • finish
  • ,
  • finishing

9. Η πράξη του τερματισμού

  • "Ο καλύτερος τερματισμός του σε ένα μεγάλο τουρνουά ήταν τρίτος"
  • "Το τέλος του ομιλητή έγινε δεκτό με χειροκροτήματα"
    συνώνυμο:
  • τελειώνω
  • ,
  • φινίρισμα

verb

1. Come or bring to a finish or an end

  • "He finished the dishes"
  • "She completed the requirements for her master's degree"
  • "The fastest runner finished the race in just over 2 hours
  • Others finished in over 4 hours"
    synonym:
  • complete
  • ,
  • finish

1. Ελάτε ή φέρτε σε ένα τέλος ή ένα τέλος

  • "Τελείωσε τα πιάτα"
  • "Ολοκλήρωσε τις απαιτήσεις για το μεταπτυχιακό της"
  • "Ο ταχύτερος δρομέας τελείωσε τον αγώνα σε λίγο περισσότερο από 2 ώρες
  • Άλλοι τερμάτισαν σε πάνω από 4 ώρες"
    συνώνυμο:
  • πλήρης
  • ,
  • τελειώνω

2. Finally be or do something

  • "He ended up marrying his high school sweetheart"
  • "He wound up being unemployed and living at home again"
    synonym:
  • finish up
  • ,
  • land up
  • ,
  • fetch up
  • ,
  • end up
  • ,
  • wind up
  • ,
  • finish

2. Τέλος να είσαι ή να κάνεις κάτι

  • "Κατέληξε να παντρευτεί την αγαπημένη του στο γυμνάσιο"
  • "Κατέληξε να είναι άνεργος και να ζει ξανά στο σπίτι"
    συνώνυμο:
  • τελειώνω
  • ,
  • προσγειώνομαι
  • ,
  • φέρνω
  • ,
  • καταλήγω

3. Have an end, in a temporal, spatial, or quantitative sense

  • Either spatial or metaphorical
  • "The bronchioles terminate in a capillary bed"
  • "Your rights stop where you infringe upon the rights of other"
  • "My property ends by the bushes"
  • "The symphony ends in a pianissimo"
    synonym:
  • end
  • ,
  • stop
  • ,
  • finish
  • ,
  • terminate
  • ,
  • cease

3. Έχουν ένα τέλος, με χρονική, χωρική ή ποσοτική έννοια

  • Είτε χωρική είτε μεταφορική
  • "Τα βρογχιόλια τερματίζουν σε ένα τριχοειδές κρεβάτι"
  • "Τα δικαιώματά σας σταματούν εκεί που παραβιάζετε τα δικαιώματα των άλλων"
  • "Η ιδιοκτησία μου τελειώνει από τους θάμνους"
  • "Η συμφωνία τελειώνει σε ένα πιανίσιμο"
    συνώνυμο:
  • τέλος
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • τελειώνω
  • ,
  • τερματίζω

4. Provide with a finish

  • "The carpenter finished the table beautifully"
  • "This shirt is not finished properly"
    synonym:
  • finish

4. Παρέχω ένα φινίρισμα

  • "Ο ξυλουργός τελείωσε το τραπέζι όμορφα"
  • "Αυτό το πουκάμισο δεν τελειώνει σωστά"
    συνώνυμο:
  • τελειώνω

5. Finish eating all the food on one's plate or on the table

  • "She polished off the remaining potatoes"
    synonym:
  • eat up
  • ,
  • finish
  • ,
  • polish off

5. Τελειώστε την κατανάλωση όλων των τροφίμων στο πιάτο ή στο τραπέζι

  • "Γυαλίζει τις υπόλοιπες πατάτες"
    συνώνυμο:
  • τρώω
  • ,
  • τελειώνω
  • ,
  • απολυμαίνω

6. Cause to finish a relationship with somebody

  • "That finished me with mary"
    synonym:
  • finish

6. Επειδή τελειώνει μια σχέση με κάποιον

  • "Αυτό με τελείωσε με τη μαρία"
    συνώνυμο:
  • τελειώνω

Examples of using

I have 100 projects that I need to finish up by the weekend!
Έχω 100 έργα που πρέπει να ολοκληρώσω μέχρι το Σαββατοκύριακο!
Hurry up and finish whatever the hell you're doing in there!
Βιάσου και τελείωσε ό, τι στο διάολο κάνεις εκεί!
How much more money is it going to cost to finish building our house?
Πόσο περισσότερα χρήματα θα κοστίσει για να ολοκληρώσετε την κατασκευή του σπιτιού μας?