Translation meaning & definition of the word "fingerprint" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δακτυλικό αποτύπωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fingerprint
[Δακτυλικό αποτύπωμα]/fɪŋgərprɪnt/
noun
1. A print made by an impression of the ridges in the skin of a finger
- Often used for biometric identification in criminal investigations
- synonym:
- fingerprint
1. Μια εκτύπωση που γίνεται από μια εντύπωση των κορυφογραμμών στο δέρμα ενός δακτύλου
- Συχνά χρησιμοποιείται για βιομετρική ταυτοποίηση σε ποινικές έρευνες
- συνώνυμο:
- δακτυλικό αποτύπωμα
2. A generic term for any identifying characteristic
- "That tax bill had the senator's fingerprints all over it"
- synonym:
- fingerprint
2. Ένας γενικός όρος για οποιοδήποτε χαρακτηριστικό προσδιορισμού
- "Αυτό το φορολογικό νομοσχέδιο είχε τα δακτυλικά αποτυπώματα του γερουσιαστή παντού"
- συνώνυμο:
- δακτυλικό αποτύπωμα
3. A smudge made by a (dirty) finger
- synonym:
- fingermark ,
- fingerprint
3. Μια λεία από ένα (βρώμικο δάχτυλο
- συνώνυμο:
- φινόκιο ,
- δακτυλικό αποτύπωμα
verb
1. Take an impression of a person's fingerprints
- synonym:
- fingerprint
1. Πάρτε την εντύπωση των δακτυλικών αποτυπωμάτων ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- δακτυλικό αποτύπωμα