Translation meaning & definition of the word "fingered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δάχτυλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fingered
[Δάχτυλο]/fɪŋgərd/
adjective
1. Having or resembling a finger or fingers
- Often used in combination
- "The fingered roots of giant trees"
- "Rosy-fingered"
- "Three-fingered cartoon characters"
- synonym:
- fingered
1. Έχοντας ή μοιάζοντας με ένα δάχτυλο ή δάχτυλα
- Συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
- "Οι ακροδάκτυλες ρίζες των γιγάντιων δέντρων"
- "Δαχτυλίδια με σάροσυ"
- "Τρεις δακτυλιοειδείς χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων"
- συνώνυμο:
- δακτυλογραφώ