Translation meaning & definition of the word "finger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δάχτυλο" στην ελληνική γλώσσα
Finger
[Δαχτυλίδι]noun
1. Any of the terminal members of the hand (sometimes excepting the thumb)
- "Her fingers were long and thin"
- synonym:
- finger
1. Οποιοδήποτε από τα τελικά μέλη του χεριού (μερικές φορές εκτός από τον αντίχειρα)
- "Τα δάχτυλά της ήταν μακριά και λεπτά"
- συνώνυμο:
- δάχτυλο
2. The length of breadth of a finger used as a linear measure
- synonym:
- finger ,
- fingerbreadth ,
- finger's breadth ,
- digit
2. Το μήκος του πλάτους ενός δακτύλου που χρησιμοποιείται ως γραμμικό μέτρο
- συνώνυμο:
- δάχτυλο ,
- ανακλαστήρα ,
- το πλάτος του δακτύλου ,
- ψηφίο
3. One of the parts of a glove that provides covering for a finger or thumb
- synonym:
- finger
3. Ένα από τα μέρη ενός γαντιού που παρέχει κάλυψη για ένα δάχτυλο ή αντίχειρα
- συνώνυμο:
- δάχτυλο
verb
1. Feel or handle with the fingers
- "Finger the binding of the book"
- synonym:
- finger ,
- thumb
1. Αίσθηση ή χειρισμός με τα δάχτυλα
- "Τραβήξτε τη σύνδεση του βιβλίου"
- συνώνυμο:
- δάχτυλο ,
- αντίχειρας
2. Examine by touch
- "Feel this soft cloth!"
- "The customer fingered the sweater"
- synonym:
- feel ,
- finger
2. Εξετάστε με αφή
- "Φτιάξε αυτό το μαλακό πανί!"
- "Ο πελάτης έδαψε το πουλόβερ"
- συνώνυμο:
- αισθάνομαι ,
- δάχτυλο
3. Search for on the computer
- "I fingered my boss and found that he is not logged on in the afternoons"
- synonym:
- finger
3. Αναζήτηση στον υπολογιστή
- "Δάχτυλα το αφεντικό μου και διαπίστωσα ότι δεν είναι συνδεδεμένος τα απογεύματα"
- συνώνυμο:
- δάχτυλο
4. Indicate the fingering for the playing of musical scores for keyboard instruments
- synonym:
- finger
4. Αναφέρετε το δάχτυλο για την αναπαραγωγή μουσικών βαθμολογιών για τα όργανα πληκτρολογίου
- συνώνυμο:
- δάχτυλο