Translation meaning & definition of the word "finer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φινίρισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Finer
[Μεταποιητήσ]/faɪnər/
adjective
1. (comparative of `fine') greater in quality or excellence
- "A finer wine"
- "A finer musician"
- synonym:
- finer
1. (συγκριτική του `αμυγδαλού') μεγαλύτερη στην ποιότητα ή την αριστεία
- "Ένα λεπτότερο κρασί"
- "Ένας λεπτότερος μουσικός"
- συνώνυμο:
- λεπτότερο