Translation meaning & definition of the word "finely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Finely
[Εντάξει]/faɪnli/
adverb
1. In tiny pieces
- "The surfaces were finely granular"
- synonym:
- finely
1. Σε μικροσκοπικά κομμάτια
- "Οι επιφάνειες ήταν λεπτά κοκκώδεις"
- συνώνυμο:
- λεπτό
2. In an elegant manner
- "Finely costumed actors"
- synonym:
- finely
2. Με κομψό τρόπο
- "Απλοί ηθοποιοί"
- συνώνυμο:
- λεπτό
3. In a delicate manner
- "Finely shaped features"
- "Her fine drawn body"
- synonym:
- finely ,
- fine ,
- delicately ,
- exquisitely
3. Με λεπτό τρόπο
- "Απλά διαμορφωμένα χαρακτηριστικά"
- "Το λεπτό της σώμα"
- συνώνυμο:
- λεπτό ,
- πρόστιμο ,
- απαλά ,
- εξαίσια