Translation meaning & definition of the word "finding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εύρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Finding
[Εύρεση]/faɪndɪŋ/
noun
1. The act of determining the properties of something, usually by research or calculation
- "The determination of molecular structures"
- synonym:
- determination ,
- finding
1. Η πράξη του προσδιορισμού των ιδιοτήτων του κάτι, συνήθως με έρευνα ή υπολογισμό
- "Ο προσδιορισμός των μοριακών δομών"
- συνώνυμο:
- αποφασιστικότητα ,
- εύρεση
2. The decision of a court on issues of fact or law
- synonym:
- finding
2. Η απόφαση του δικαστηρίου για θέματα πραγματικών ή νομικών
- συνώνυμο:
- εύρεση
3. Something that is found
- "The findings in the gastrointestinal tract indicate that he died several hours after dinner"
- "An area rich in archaeological findings"
- synonym:
- finding
3. Κάτι που βρέθηκε
- "Τα ευρήματα στη γαστρεντερική οδό δείχνουν ότι πέθανε αρκετές ώρες μετά το δείπνο"
- "Μια περιοχή πλούσια σε αρχαιολογικά ευρήματα"
- συνώνυμο:
- εύρεση
Examples of using
If you know Spanish well, you'll have no problems with looking for a job. But some with finding one.
Αν γνωρίζετε καλά ισπανικά, δεν θα έχετε πρόβλημα με την αναζήτηση εργασίας. Κάποιοι όμως με την εύρεση ενός.
I'm not finding the second sock.
Δεν βρίσκω τη δεύτερη κάλτσα.
I expect you had a hard time finding this house.
Περιμένω να δυσκολευτείτε να βρείτε αυτό το σπίτι.