Translation meaning & definition of the word "finder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φίλτρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Finder
[Ευρετήριο]/faɪndər/
noun
1. Someone who comes upon something after searching
- synonym:
- finder
1. Κάποιος που έρχεται σε κάτι μετά την αναζήτηση
- συνώνυμο:
- ανιχνευτήσ
2. Someone who is the first to observe something
- synonym:
- finder ,
- discoverer ,
- spotter
2. Κάποιος που είναι ο πρώτος που παρατηρεί κάτι
- συνώνυμο:
- ανιχνευτήσ ,
- ανακάλυψησ ,
- επιτόπιοσ
3. Optical device that helps a user to find the target of interest
- synonym:
- finder ,
- viewfinder ,
- view finder
3. Οπτική συσκευή που βοηθά έναν χρήστη να βρει το στόχο του ενδιαφέροντος
- συνώνυμο:
- ανιχνευτήσ ,
- σκόπευτρο ,
- προβολή ανιχνευτή