Translation meaning & definition of the word "finch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φινίρισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Finch
[Φιντς]/fɪnʧ/
noun
1. Any of numerous small songbirds with short stout bills adapted for crushing seeds
- synonym:
- finch
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα μικρά τραγουδιστικά πουλιά με τους σύντομους λογαριασμούς στήριξης προσαρμοσμένους για τη σύνθλιψη των σπόρων
- συνώνυμο:
- φιντσ