Translation meaning & definition of the word "financier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειμερινός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Financier
[Χρηματοδοτών]/fɪnənsɪr/
noun
1. A person skilled in large scale financial transactions
- synonym:
- financier ,
- moneyman
1. Ένα άτομο ειδικευμένο σε χρηματοοικονομικές συναλλαγές μεγάλης κλίμακας
- συνώνυμο:
- χρηματοδότησ ,
- πλούτοσ
verb
1. Conduct financial operations, often in an unethical manner
- synonym:
- financier
1. Διεξάγετε οικονομικές λειτουργίες, συχνά με ανήθικο τρόπο
- συνώνυμο:
- χρηματοδότησ