Translation meaning & definition of the word "final" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Final
[Τελικός]/faɪnəl/
noun
1. The final match between the winners of all previous matches in an elimination tournament
- synonym:
- final
1. Ο τελικός αγώνας μεταξύ των νικητών όλων των προηγούμενων αγώνων σε ένα τουρνουά αποβολής
- συνώνυμο:
- τελικός
2. An examination administered at the end of an academic term
- synonym:
- final examination ,
- final exam ,
- final
2. Μια εξέταση που διεξάγεται στο τέλος μιας ακαδημαϊκής θητείας
- συνώνυμο:
- τελική εξέταση ,
- τελικός
adjective
1. Occurring at or forming an end or termination
- "His concluding words came as a surprise"
- "The final chapter"
- "The last days of the dinosaurs"
- "Terminal leave"
- synonym:
- concluding ,
- final ,
- last ,
- terminal
1. Εμφανίζεται ή σχηματίζει τέλος ή τερματισμό
- "Τα συμπερασματικά λόγια του ήρθαν ως έκπληξη"
- "Το τελευταίο κεφάλαιο"
- "Οι τελευταίες μέρες των δεινοσαύρων"
- "Τελική άδεια"
- συνώνυμο:
- ολοκληρώνοντασ ,
- τελικός ,
- τελευταίος ,
- τερματικό
2. Conclusive in a process or progression
- "The final answer"
- "A last resort"
- "The net result"
- synonym:
- final ,
- last ,
- net
2. Πειστική σε μια διαδικασία ή εξέλιξη
- "Η τελική απάντηση"
- "Τελευταία λύση"
- "Το καθαρό αποτέλεσμα"
- συνώνυμο:
- τελικός ,
- τελευταίος ,
- δίχτυ
3. Not to be altered or undone
- "The judge's decision is final"
- "The arbiter will have the last say"
- synonym:
- final ,
- last
3. Να μην αλλάξει ή να αναιρεθεί
- "Η απόφαση του δικαστή είναι οριστική"
- "Ο διαιτητής θα έχει τον τελευταίο λόγο"
- συνώνυμο:
- τελικός ,
- τελευταίος
Examples of using
What was the final score in today's game?
Ποιο ήταν το τελικό σκορ στο σημερινό παιχνίδι?
Is that your final decision?
Είναι αυτή η τελική σας απόφαση?
This is the final lecture of the series.
Αυτή είναι η τελική διάλεξη της σειράς.