Translation meaning & definition of the word "filthy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φίλτρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Filthy
[Βρώμικο]/fɪlθi/
adjective
1. Disgustingly dirty
- Filled or smeared with offensive matter
- "As filthy as a pigsty"
- "A foul pond"
- "A nasty pigsty of a room"
- synonym:
- filthy ,
- foul ,
- nasty
1. Αηδιαστικά βρώμικα
- Γεμάτο ή λερωμένο με επιθετική ύλη
- "Τόσο βρώμικο όσο ένα χοιρίδιο"
- "Μια φάουλ λίμνη"
- "Ένα δυσάρεστο γουρουνάκι ενός δωματίου"
- συνώνυμο:
- βρωμερόσ ,
- φάουλ ,
- άσχημοσ
2. Vile
- Despicable
- "A dirty (or lousy) trick"
- "A filthy traitor"
- synonym:
- dirty ,
- filthy ,
- lousy
2. Αχρείος
- Απεχθήσ
- "Ένα βρώμικο τέχνασμα ( ή λουσι)"
- "Ένας βρώμικος προδότης"
- συνώνυμο:
- βρώμικος ,
- βρωμερόσ ,
- λούσι
3. Characterized by obscenity
- "Had a filthy mouth"
- "Foul language"
- "Smutty jokes"
- synonym:
- cruddy ,
- filthy ,
- foul ,
- nasty ,
- smutty
3. Χαρακτηρίζεται από αισχρότητα
- "Έχω ένα βρώμικο στόμα"
- "Απατηλή γλώσσα"
- "Λεπτά αστεία"
- συνώνυμο:
- παχουλός ,
- βρωμερόσ ,
- φάουλ ,
- άσχημοσ ,
- αποτυχία
Examples of using
Don't come near me. You're filthy.
Μην έρθεις κοντά μου. Είσαι βρώμικη.
You filthy pig!
Βρωμερό γουρούνι!
He's a filthy liar.
Είναι βρώμικος ψεύτης.