Translation meaning & definition of the word "filter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φίλτρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Filter
[Φίλτρο]/fɪltər/
noun
1. Device that removes something from whatever passes through it
- synonym:
- filter
1. Συσκευή που αφαιρεί κάτι από ό, τι περνά μέσα από αυτό
- συνώνυμο:
- φίλτρο
2. An electrical device that alters the frequency spectrum of signals passing through it
- synonym:
- filter
2. Μια ηλεκτρική συσκευή που αλλάζει το φάσμα συχνότητας των σημάτων που περνούν μέσα από αυτό
- συνώνυμο:
- φίλτρο
verb
1. Remove by passing through a filter
- "Filter out the impurities"
- synonym:
- filter ,
- filtrate ,
- strain ,
- separate out ,
- filter out
1. Αφαιρέστε περνώντας μέσα από ένα φίλτρο
- "Φιλτράρετε τις ακαθαρσίες"
- συνώνυμο:
- φίλτρο ,
- διήθημα ,
- στέλεχος ,
- ξεχωρίζω ,
- φιλτράρω
2. Pass through
- "Water permeates sand easily"
- synonym:
- percolate ,
- sink in ,
- permeate ,
- filter
2. Περνώ μέσα
- "Το νερό διαπερνά την άμμο εύκολα"
- συνώνυμο:
- διαπερατό ,
- βυθίζομαι ,
- διαπερνώ ,
- φίλτρο
3. Run or flow slowly, as in drops or in an unsteady stream
- "Water trickled onto the lawn from the broken hose"
- "Reports began to dribble in"
- synonym:
- trickle ,
- dribble ,
- filter
3. Τρέξτε ή κυλήστε αργά, όπως σε σταγόνες ή σε ένα ασταθές ρεύμα
- "Το νερό ξεγελιέται πάνω στο γκαζόν από το σπασμένο σωλήνα"
- "Οι επαναλήψεις άρχισαν να τσιμπούν"
- συνώνυμο:
- παραπαίω ,
- ντρίμπλε ,
- φίλτρο
Examples of using
This dust is impossible to filter from the air.
Αυτή η σκόνη είναι αδύνατο να φιλτραριστεί από τον αέρα.