Translation meaning & definition of the word "filling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλήρωση" στην ελληνική γλώσσα
Filling
[Γεμίζοντασ]noun
1. Any material that fills a space or container
- "There was not enough fill for the trench"
- synonym:
- filling ,
- fill
1. Οποιοδήποτε υλικό που γεμίζει ένα χώρο ή ένα δοχείο
- "Δεν υπήρχε αρκετό γέμισμα για την τάφρο"
- συνώνυμο:
- πλήρωση ,
- γεμίζω
2. Flow into something (as a container)
- synonym:
- filling
2. Ροή σε κάτι (ας ένα δοχείο)
- συνώνυμο:
- πλήρωση
3. A food mixture used to fill pastry or sandwiches etc.
- synonym:
- filling
3. Ένα μείγμα τροφίμων που χρησιμοποιείται για την πλήρωση ζαχαροπλαστικής ή σάντουιτς κλπ.
- συνώνυμο:
- πλήρωση
4. The yarn woven across the warp yarn in weaving
- synonym:
- woof ,
- weft ,
- filling ,
- pick
4. Το νήμα που υφαίνεται σε όλο το νήμα στην ύφανση
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- υφαντό ,
- πλήρωση ,
- επιλέγω
5. (dentistry) a dental appliance consisting of any of various substances (as metal or plastic) inserted into a prepared cavity in a tooth
- "When he yawned i could see the gold fillings in his teeth"
- "An informal british term for `filling' is `stopping'"
- synonym:
- filling
5. (δεντριατρική) οδοντιατρική συσκευή που αποτελείται από οποιαδήποτε διάφορες ουσίες μέταλλο ή πλαστικό( που εισάγεται σε έτοιμη κοιλότη
- "Όταν χασμουρήθηκε μπορούσα να δω τα γεμίσματα χρυσού στα δόντια του"
- "Ένας άτυπος βρετανικός όρος για την `πλήρωση` σταματάει'"
- συνώνυμο:
- πλήρωση
6. The act of filling something
- synonym:
- filling
6. Η πράξη της πλήρωσης κάτι
- συνώνυμο:
- πλήρωση