Translation meaning & definition of the word "fillet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλέτο" στην ελληνική γλώσσα
Fillet
[Φιλέτο]noun
1. A boneless steak cut from the tenderloin of beef
- synonym:
- fillet ,
- filet
1. Μια μπριζόλα χωρίς κόκαλα κομμένη από το φιλέτο του βοδινού
- συνώνυμο:
- φιλέτο
2. A longitudinal slice or boned side of a fish
- synonym:
- fillet ,
- filet ,
- fish fillet ,
- fish filet
2. Μια διαμήκης φέτα ή καλυμμένη πλευρά ενός ψαριού
- συνώνυμο:
- φιλέτο ,
- φιλέτο ψαριού ,
- φιλέτο ψαριών
3. A bundle of sensory nerve fibers going to the thalamus
- synonym:
- lemniscus ,
- fillet
3. Μια δέσμη αισθητηριακών νευρικών ινών που πηγαίνουν στον θάλαμο
- συνώνυμο:
- λέμνισκο ,
- φιλέτο
4. A narrow headband or strip of ribbon worn as a headband
- synonym:
- taenia ,
- tenia ,
- fillet
4. Μια στενή κορδέλα ή κορδέλα που φοριέται ως ζώνη κεφαλής
- συνώνυμο:
- ταένια ,
- τενία ,
- φιλέτο
5. Fastener consisting of a narrow strip of welded metal used to join steel members
- synonym:
- fillet ,
- stopping
5. Συνδετήρας που αποτελείται από μια στενή λωρίδα συγκολλημένου μετάλλου που χρησιμοποιείται για να ενώσει τα μέλη χάλυβα
- συνώνυμο:
- φιλέτο ,
- σταμάτημα
verb
1. Decorate with a lace of geometric designs
- synonym:
- fillet ,
- filet
1. Διακοσμήστε με μια δαντέλα από γεωμετρικά σχέδια
- συνώνυμο:
- φιλέτο
2. Cut into filets
- "Filet the fish"
- synonym:
- fillet ,
- filet
2. Κόβω σε φιλέτα
- "Τουαλέτα το ψάρι"
- συνώνυμο:
- φιλέτο