Translation meaning & definition of the word "filler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληρωτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Filler
[Πλήρωσησ]/fɪlər/
noun
1. Used for filling cracks or holes in a surface
- synonym:
- filler
1. Χρησιμοποιείται για την πλήρωση ρωγμών ή οπών σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- πλήρωσησ
2. 100 filler equal 1 forint in hungary
- synonym:
- filler
2. 100 πληρωτικό ίσο με 1 φόρουμ στην ουγγαρία
- συνώνυμο:
- πλήρωσησ
3. Copy to fill space between more important articles in the layout of a magazine or newspaper
- synonym:
- filler
3. Αντιγραφή για να γεμίσει χώρο μεταξύ πιο σημαντικών άρθρων στη διάταξη ενός περιοδικού ή εφημερίδας
- συνώνυμο:
- πλήρωσησ
4. Anything added to fill out a whole
- "Some of the items in the collection are mere makeweights"
- synonym:
- makeweight ,
- filler
4. Οτιδήποτε προστίθεται για να συμπληρώσει ένα σύνολο
- "Μερικά από τα αντικείμενα στη συλλογή είναι απλά αντικείμενα"
- συνώνυμο:
- βάλτο ,
- πλήρωσησ
5. The tobacco used to form the core of a cigar
- synonym:
- filler
5. Ο καπνός αποτελούσε τον πυρήνα ενός πούρου
- συνώνυμο:
- πλήρωσησ