Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "filing" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχείο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Filing

[Αποτύπωση]
/faɪlɪŋ/

noun

1. The entering of a legal document into the public record

  • "He filed a complaint"
  • "He filed his tax return"
    synonym:
  • filing

1. Την εισαγωγή νομικού εγγράφου στο δημόσιο αρχείο

  • "Κατέθεσε καταγγελία"
  • "Κατέθεσε τη φορολογική του δήλωση"
    συνώνυμο:
  • αρχειοθέτηση

2. A fragment rubbed off by the use of a file

    synonym:
  • filing

2. Ένα κομμάτι τρίβεται από τη χρήση ενός αρχείου

    συνώνυμο:
  • αρχειοθέτηση

3. The act of using a file (as in shaping or smoothing an object)

    synonym:
  • filing

3. Η πράξη της χρήσης ενός αρχείου (ας στη διαμόρφωση ή την εξομάλυνση ενός αντικειμένου)

    συνώνυμο:
  • αρχειοθέτηση

4. Preservation and methodical arrangement as of documents and papers etc.

  • "I have some filing to do"
    synonym:
  • filing

4. Διατήρηση και μεθοδική ρύθμιση ως προς τα έγγραφα και τα έγγραφα κ.λπ.

  • "Έχω κάποια αρχειοθέτηση να κάνω"
    συνώνυμο:
  • αρχειοθέτηση