Translation meaning & definition of the word "filet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τουαλέτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Filet
[Φιλέτο]/fɪle/
noun
1. A boneless steak cut from the tenderloin of beef
- synonym:
- fillet ,
- filet
1. Μια μπριζόλα χωρίς κόκαλα κομμένη από το φιλέτο του βοδινού
- συνώνυμο:
- φιλέτο
2. A longitudinal slice or boned side of a fish
- synonym:
- fillet ,
- filet ,
- fish fillet ,
- fish filet
2. Μια διαμήκης φέτα ή καλυμμένη πλευρά ενός ψαριού
- συνώνυμο:
- φιλέτο ,
- φιλέτο ψαριού ,
- φιλέτο ψαριών
3. Lace having a square mesh
- synonym:
- filet
3. Δαντέλα που έχει ένα τετράγωνο πλέγμα
- συνώνυμο:
- φιλέτο
verb
1. Decorate with a lace of geometric designs
- synonym:
- fillet ,
- filet
1. Διακοσμήστε με μια δαντέλα από γεωμετρικά σχέδια
- συνώνυμο:
- φιλέτο
2. Cut into filets
- "Filet the fish"
- synonym:
- fillet ,
- filet
2. Κόβω σε φιλέτα
- "Τουαλέτα το ψάρι"
- συνώνυμο:
- φιλέτο