Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "filer" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φίλτρο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Filer

[Φίλερ]
/faɪlər/

noun

1. A party who files a notice with a law court

    synonym:
  • filer

1. Ένα μέρος που υποβάλλει ειδοποίηση σε δικαστήριο

    συνώνυμο:
  • φίλερ

2. A clerk who is employed to maintain the files of an organization

    synonym:
  • file clerk
  • ,
  • filing clerk
  • ,
  • filer

2. Ένας υπάλληλος που εργάζεται για να διατηρήσει τα αρχεία ενός οργανισμού

    συνώνυμο:
  • υπάλληλος αρχείων
  • ,
  • υπάλληλος αρχειοθέτησης
  • ,
  • φίλερ