Translation meaning & definition of the word "figurine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιγούρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Figurine
[Φιγκουρίνη]/fɪgjərin/
noun
1. A small carved or molded figure
- synonym:
- figurine ,
- statuette
1. Μια μικρή σκαλισμένη ή φορμαρισμένη φιγούρα
- συνώνυμο:
- ειδώλιο ,
- αγαλματίδιο