Translation meaning & definition of the word "figurehead" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μορφοκεφάλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Figurehead
[Σχήμα]/fɪgjərhɛd/
noun
1. A person used as a cover for some questionable activity
- synonym:
- front man ,
- front ,
- figurehead ,
- nominal head ,
- straw man ,
- strawman
1. Ένα άτομο που χρησιμοποιείται ως κάλυμμα για κάποια αμφισβητήσιμη δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- μπροστινός άνθρωπος ,
- μπροστινός ,
- επιφάνεια του αριθμού ,
- ονομαστικό κεφάλι ,
- άχυρο ,
- στρουμπουλάνος
2. Figure on the bow of some sailing vessels
- synonym:
- figurehead
2. Φιγούρα στο τόξο ορισμένων ιστιοφόρων πλοίων
- συνώνυμο:
- επιφάνεια του αριθμού