Translation meaning & definition of the word "fighter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαχητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fighter
[Μαχητής]/faɪtər/
noun
1. Someone who fights (or is fighting)
- synonym:
- combatant ,
- battler ,
- belligerent ,
- fighter ,
- scrapper
1. Κάποιος που πολεμά ( αγωνίζεται)
- συνώνυμο:
- πολεμιστήσ ,
- μπατλέτα ,
- πολεμοχαρήσ ,
- μαχητής ,
- τραβών
2. A high-speed military or naval airplane designed to destroy enemy aircraft in the air
- synonym:
- fighter ,
- fighter aircraft ,
- attack aircraft
2. Ένα στρατιωτικό ή ναυτικό αεροπλάνο υψηλής ταχύτητας σχεδιασμένο για να καταστρέψει τα εχθρικά αεροσκάφη στον αέρα
- συνώνυμο:
- μαχητής ,
- μαχητικά αεροσκάφη ,
- επίθεση αεροσκάφους
3. Someone who fights for a cause
- synonym:
- champion ,
- fighter ,
- hero ,
- paladin
3. Κάποιος που παλεύει για ένα σκοπό
- συνώνυμο:
- πρωταθλητής ,
- μαχητής ,
- ήρωας ,
- παλαντίν
Examples of using
My dream is to be a fire fighter.
Το όνειρό μου είναι να γίνω πυροσβέστης.
Bill is a great fighter.
Ο Μπιλ είναι μεγάλος μαχητής.