Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fight" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάλη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fight

[Καταπολέμηση]
/faɪt/

noun

1. A hostile meeting of opposing military forces in the course of a war

  • "Grant won a decisive victory in the battle of chickamauga"
  • "He lost his romantic ideas about war when he got into a real engagement"
    synonym:
  • battle
  • ,
  • conflict
  • ,
  • fight
  • ,
  • engagement

1. Μια εχθρική συνάντηση των αντιτιθέμενων στρατιωτικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια ενός πολέμου

  • "Ο γκραντ κέρδισε μια αποφασιστική νίκη στη μάχη της ρεβαμάουγκα"
  • "Έχασε τις ρομαντικές ιδέες του για τον πόλεμο όταν μπήκε σε μια πραγματική δέσμευση"
    συνώνυμο:
  • μάχη
  • ,
  • σύγκρουση
  • ,
  • πολεμώ
  • ,
  • εμπλοκή

2. The act of fighting

  • Any contest or struggle
  • "A fight broke out at the hockey game"
  • "There was fighting in the streets"
  • "The unhappy couple got into a terrible scrap"
    synonym:
  • fight
  • ,
  • fighting
  • ,
  • combat
  • ,
  • scrap

2. Η πράξη της μάχης

  • Οποιοδήποτε διαγωνισμό ή αγώνα
  • "Ένας αγώνας ξέσπασε στο παιχνίδι χόκεϊ"
  • "Πολεμούσαν στους δρόμους"
  • "Το δυστυχισμένο ζευγάρι μπήκε σε ένα τρομερό απορρίματα"
    συνώνυμο:
  • πολεμώ
  • ,
  • μάχη
  • ,
  • απορρίμματα

3. An aggressive willingness to compete

  • "The team was full of fight"
    synonym:
  • competitiveness
  • ,
  • fight

3. Επιθετική προθυμία να ανταγωνιστεί

  • "Η ομάδα ήταν γεμάτη μάχη"
    συνώνυμο:
  • ανταγωνιστικότητα
  • ,
  • πολεμώ

4. An intense verbal dispute

  • "A violent fight over the bill is expected in the senate"
    synonym:
  • fight

4. Μια έντονη λεκτική διαμάχη

  • "Μια βίαιη μάχη για το νομοσχέδιο αναμένεται στη γερουσία"
    συνώνυμο:
  • πολεμώ

5. A boxing or wrestling match

  • "The fight was on television last night"
    synonym:
  • fight

5. Ένας αγώνας πυγμαχίας ή πάλης

  • "Ο αγώνας έγινε χθες το βράδυ στην τηλεόραση"
    συνώνυμο:
  • πολεμώ

verb

1. Be engaged in a fight

  • Carry on a fight
  • "The tribesmen fought each other"
  • "Siblings are always fighting"
  • "Militant groups are contending for control of the country"
    synonym:
  • contend
  • ,
  • fight
  • ,
  • struggle

1. Ασχολούμαι με έναν αγώνα

  • Συνεχίζω τον αγώνα
  • "Οι φυλές πολέμησαν ο ένας τον άλλον"
  • "Τα αδέρφια πάντα πολεμούν"
  • "Οι μαχητικές ομάδες αγωνίζονται για τον έλεγχο της χώρας"
    συνώνυμο:
  • υποστηρίζω
  • ,
  • πολεμώ
  • ,
  • αγώνας

2. Fight against or resist strongly

  • "The senator said he would oppose the bill"
  • "Don't fight it!"
    synonym:
  • fight
  • ,
  • oppose
  • ,
  • fight back
  • ,
  • fight down
  • ,
  • defend

2. Πολεμήστε ή αντισταθείτε έντονα

  • "Ο γερουσιαστής είπε ότι θα αντιταχθεί στο νομοσχέδιο"
  • "Μην το πολεμάς!"
    συνώνυμο:
  • πολεμώ
  • ,
  • αντιτίθεμαι
  • ,
  • πολεμώ πίσω
  • ,
  • υπερασπίζομαι

3. Make a strenuous or labored effort

  • "She struggled for years to survive without welfare"
  • "He fought for breath"
    synonym:
  • fight
  • ,
  • struggle

3. Κάντε μια επίπονη ή εργαστηριακή προσπάθεια

  • "Δυσκολεύτηκε για χρόνια να επιβιώσει χωρίς ευημερία"
  • "Πάλεψε για την ανάσα"
    συνώνυμο:
  • πολεμώ
  • ,
  • αγώνας

4. Exert oneself continuously, vigorously, or obtrusively to gain an end or engage in a crusade for a certain cause or person

  • Be an advocate for
  • "The liberal party pushed for reforms"
  • "She is crusading for women's rights"
  • "The dean is pushing for his favorite candidate"
    synonym:
  • crusade
  • ,
  • fight
  • ,
  • press
  • ,
  • campaign
  • ,
  • push
  • ,
  • agitate

4. Ασκηθείτε συνεχώς, έντονα, ή παραπλανητικά για να κερδίσετε ένα τέλος ή να εμπλακείτε σε μια σταυροφορία για μια συγκεκριμένη αιτία

  • Είμαι υπέρμαχος της
  • "Το φιλελεύθερο κόμμα πίεσε για μεταρρυθμίσεις"
  • "Σταυροφορεί για τα δικαιώματα των γυναικών"
  • "Ο ντιν πιέζει για τον αγαπημένο του υποψήφιο"
    συνώνυμο:
  • σταυροφορία
  • ,
  • πολεμώ
  • ,
  • πατήστε
  • ,
  • εκστρατεία
  • ,
  • ώθηση
  • ,
  • αναστατώνω

Examples of using

Tom and Mary fight constantly.
Ο Τομ και η Μαίρη πολεμούν συνεχώς.
They fight constantly.
Αγωνίζονται συνεχώς.
We fight something from another world.
Παλεύουμε κάτι από έναν άλλο κόσμο.