Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fig" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εικόνα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fig

[Σχήμα]
/fɪg/

noun

1. A diagram or picture illustrating textual material

  • "The area covered can be seen from figure 2"
    synonym:
  • figure
  • ,
  • fig

1. Ένα διάγραμμα ή μια εικόνα που απεικονίζει το κείμενο υλικό

  • "Η περιοχή που καλύπτεται μπορεί να παρατηρηθεί από το σχήμα 2"
    συνώνυμο:
  • σχήμα
  • ,
  • συκιά

2. Mediterranean tree widely cultivated for its edible fruit

    synonym:
  • fig
  • ,
  • common fig
  • ,
  • common fig tree
  • ,
  • Ficus carica

2. Μεσογειακό δέντρο που καλλιεργείται ευρέως για τους βρώσιμους καρπούς του

    συνώνυμο:
  • συκιά
  • ,
  • κοινό σύκο
  • ,
  • κοινή συκιά
  • ,
  • Φίκους κάρικα

3. A libyan terrorist group organized in 1995 and aligned with al-qaeda

  • Seeks to radicalize the libyan government
  • Attempted to assassinate qaddafi
    synonym:
  • Libyan Islamic Fighting Group
  • ,
  • FIG
  • ,
  • Al-Jama'a al-Islamiyyah al-Muqatilah bi-Libya
  • ,
  • Libyan Fighting Group
  • ,
  • Libyan Islamic Group

3. Μια λιβυκή τρομοκρατική οργάνωση που οργανώθηκε το 1995 και ευθυγραμμίστηκε με την αλ κάιντα

  • Επιδιώκει να ριζοσπαστικοποιήσει την κυβέρνηση της λιβύης
  • Προσπάθησε να δολοφονήσει τον καντάφι
    συνώνυμο:
  • Ομάδα Ισλαμικής Πολέμησης Λιβύης
  • ,
  • ΣΎΚΑ
  • ,
  • Αλ Τζαμάα αλ-Ισλαμιγιά αλ-Μουκατίλα βι-Λιβύη
  • ,
  • Ομάδα Πολέμων Λιβύης
  • ,
  • Ισλαμική Ομάδα Λιβύης

4. Fleshy sweet pear-shaped yellowish or purple multiple fruit eaten fresh or preserved or dried

    synonym:
  • fig

4. Σαρκώδη γλυκά αχλαδιού σε σχήμα κιτρινωπού ή μωβ πολλαπλά φρούτα που τρώγονται φρέσκα ή διατηρημένα ή αποξηραμένα

    συνώνυμο:
  • συκιά

Examples of using

I don't care a fig about it!
Δεν με νοιάζει ένα σύκο για αυτό!