Translation meaning & definition of the word "fiery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φερερία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fiery
[Φιέρε]/faɪəri/
adjective
1. Characterized by intense emotion
- "Ardent love"
- "An ardent lover"
- "A fervent desire to change society"
- "A fervent admirer"
- "Fiery oratory"
- "An impassioned appeal"
- "A torrid love affair"
- synonym:
- ardent ,
- fervent ,
- fervid ,
- fiery ,
- impassioned ,
- perfervid ,
- torrid
1. Χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα
- "Απόλυτη αγάπη"
- "Ένας ένθερμος εραστής"
- "Μια έντονη επιθυμία να αλλάξει η κοινωνία"
- "Ένας ένθερμος θαυμαστής"
- "Προφορικό επίπεδο"
- "Μια παθιασμένη έκκληση"
- "Μια δασώδης ερωτική σχέση"
- συνώνυμο:
- ένθερμη ,
- ένθερμοσ ,
- φερβίντ ,
- φλογερός ,
- παθιασμένος ,
- ανυπότακτοσ ,
- τορβηγίδα
2. Like or suggestive of fire
- "A fiery desert wind"
- "An igneous desert atmosphere"
- synonym:
- fiery ,
- igneous
2. Όπως ή υπαινισσόμενος της φωτιάς
- "Ένας φλογερός άνεμος της ερήμου"
- "Μια πυριγενή ατμόσφαιρα της ερήμου"
- συνώνυμο:
- φλογερός ,
- ανάφλεκτοσ
3. Very intense
- "A fiery temper"
- "Flaming passions"
- synonym:
- fiery ,
- flaming
3. Πολύ έντονη
- "Φλογερή ιδιοσυγκρασία"
- "Φλεγόμενα πάθη"
- συνώνυμο:
- φλογερός ,
- φλόγα