Translation meaning & definition of the word "fielder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγωγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fielder
[Συναγωνιστήσ]/fildər/
noun
1. A member of the baseball team that is in the field instead of at bat
- synonym:
- fielder
1. Ένα μέλος της ομάδας του μπέιζμπολ που είναι στο πεδίο αντί για το ρόπαλο
- συνώνυμο:
- ανήσυχοσ
2. A member of the cricket team that is fielding rather than batting
- synonym:
- fielder ,
- fieldsman
2. Ένα μέλος της ομάδας κρίκετ που ασκείται αντί να χτυπάει
- συνώνυμο:
- ανήσυχοσ ,
- πεζούλησ