Translation meaning & definition of the word "fidget" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στόχευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fidget
[Παραπονιέμαι]/fɪʤɪt/
noun
1. A feeling of agitation expressed in continual motion
- "He's got the fidgets"
- "Waiting gave him a feeling of restlessness"
- synonym:
- fidget ,
- fidgetiness ,
- restlessness
1. Αίσθημα αναταραχής που εκφράζεται σε συνεχή κίνηση
- "Έχει τα παραμύθια"
- "Η περιπέτεια του έδωσε ένα αίσθημα ανησυχίας"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- παρανομία ,
- ανησυχία
verb
1. Move restlessly
- "The child is always fidgeting in his seat"
- synonym:
- fidget
1. Μετακινηθείτε ανήσυχα
- "Το παιδί είναι πάντα στη θέση του"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι