Translation meaning & definition of the word "fidelity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιστότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fidelity
[Πιστότητα]/fədɛləti/
noun
1. Accuracy with which an electronic system reproduces the sound or image of its input signal
- synonym:
- fidelity
1. Ακρίβεια με την οποία ένα ηλεκτρονικό σύστημα αναπαράγει τον ήχο ή την εικόνα του σήματος εισόδου του
- συνώνυμο:
- πιστότητα
2. The quality of being faithful
- synonym:
- fidelity ,
- faithfulness
2. Η ποιότητα του να είσαι πιστός
- συνώνυμο:
- πιστότητα ,
- πίστη