Translation meaning & definition of the word "fiddler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληρωτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fiddler
[Ζαλίζων]/fɪdələr/
noun
1. A musician who plays the violin
- synonym:
- violinist ,
- fiddler
1. Ένας μουσικός που παίζει βιολί
- συνώνυμο:
- βιολιστήσ ,
- παραπονιάρησ
2. Someone who manipulates in a nervous or unconscious manner
- synonym:
- twiddler ,
- fiddler
2. Κάποιος που χειρίζεται με νευρικό ή ασυνείδητο τρόπο
- συνώνυμο:
- τρελόσ ,
- παραπονιάρησ
3. An unskilled person who tries to fix or mend
- synonym:
- tinkerer ,
- fiddler
3. Ένα ανειδίκευτο άτομο που προσπαθεί να διορθώσει ή να επιδιορθώσει
- συνώνυμο:
- τελειοποιών ,
- παραπονιάρησ