Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fiddle" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "βιολί" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fiddle

[Φίλντιο]
/fɪdəl/

noun

1. Bowed stringed instrument that is the highest member of the violin family

  • This instrument has four strings and a hollow body and an unfretted fingerboard and is played with a bow
    synonym:
  • violin
  • ,
  • fiddle

1. Τοξωτό έγχορδο όργανο που είναι το υψηλότερο μέλος της οικογένειας του βιολιού

  • Αυτό το όργανο έχει τέσσερις χορδές και ένα κούφιο σώμα και μια ταστιέρα χωρίς πέλμα και παίζεται με φιόγκο
    συνώνυμο:
  • βιολί

verb

1. Avoid (one's assigned duties)

  • "The derelict soldier shirked his duties"
    synonym:
  • fiddle
  • ,
  • shirk
  • ,
  • shrink from
  • ,
  • goldbrick

1. Αποφύγετε (τα καθήκοντα που έχει ανατεθεί)

  • "Ο εγκαταλελειμμένος στρατιώτης απέφυγε τα καθήκοντά του"
    συνώνυμο:
  • βιολί
  • ,
  • αποφεύγω
  • ,
  • συρρικνώνομαι
  • ,
  • χρυσό τούβλο

2. Commit fraud and steal from one's employer

  • "We found out that she had been fiddling for years"
    synonym:
  • fiddle

2. Διαπράξτε απάτη και κλέψτε από τον εργοδότη κάποιου

  • "Ανακαλύψαμε ότι έκανε βιολί εδώ και χρόνια"
    συνώνυμο:
  • βιολί

3. Play the violin or fiddle

    synonym:
  • fiddle

3. Παίξτε βιολί ή βιολί

    συνώνυμο:
  • βιολί

4. Play on a violin

  • "Zuckerman fiddled that song very nicely"
    synonym:
  • fiddle

4. Παίξτε σε ένα βιολί

  • "Ο ζούκερμαν έκανε πολύ όμορφα αυτό το τραγούδι"
    συνώνυμο:
  • βιολί

5. Manipulate manually or in one's mind or imagination

  • "She played nervously with her wedding ring"
  • "Don't fiddle with the screws"
  • "He played with the idea of running for the senate"
    synonym:
  • toy
  • ,
  • fiddle
  • ,
  • diddle
  • ,
  • play

5. Χειριστείτε χειροκίνητα ή στο μυαλό ή τη φαντασία κάποιου

  • "Έπαιξε νευρικά με τη βέρα της"
  • "Μην βιολάς με τις βίδες"
  • "Έπαιξε με την ιδέα να θέσει υποψηφιότητα για τη γερουσία"
    συνώνυμο:
  • παιχνίδι
  • ,
  • βιολί
  • ,
  • ντιντλ
  • ,
  • παίζω

6. Play around with or alter or falsify, usually secretively or dishonestly

  • "Someone tampered with the documents on my desk"
  • "The reporter fiddle with the facts"
    synonym:
  • tamper
  • ,
  • fiddle
  • ,
  • monkey

6. Παίξτε με ή αλλάξτε ή παραποιήστε, συνήθως μυστικά ή ανέντιμα

  • "Κάποιος πείραξε τα έγγραφα στο γραφείο μου"
  • "Ο ρεπόρτερ βιολί με τα γεγονότα"
    συνώνυμο:
  • παραβίαση
  • ,
  • βιολί
  • ,
  • μαϊμού

7. Try to fix or mend

  • "Can you tinker with the t.v. set--it's not working right"
  • "She always fiddles with her van on the weekend"
    synonym:
  • tinker
  • ,
  • fiddle

7. Προσπάθησε να διορθώσεις ή να διορθώσεις

  • "Μπορείς να μαστορέψεις με το σετ τηλεόρασης--δεν λειτουργεί σωστά"
  • "Πάντα κάνει βιολί με το βαν της το σαββατοκύριακο"
    συνώνυμο:
  • τίνκερ
  • ,
  • βιολί

Examples of using

Tom seems to be as fit as a fiddle.
Ο Τομ φαίνεται να ταιριάζει σαν βιολί.
Nero did not actually fiddle while Rome burned.
Ο Νέρων στην πραγματικότητα δεν έκανε βιολί ενώ η Ρώμη κάηκε.
You're certainly looking fit as a fiddle today.
Σίγουρα φαίνεσαι κατάλληλος για βιολί σήμερα.