Translation meaning & definition of the word "fictitious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φανταστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fictitious
[Παραπλανητικός]/fɪktɪʃəs/
adjective
1. Formed or conceived by the imagination
- "A fabricated excuse for his absence"
- "A fancied wrong"
- "A fictional character"
- synonym:
- fabricated ,
- fancied ,
- fictional ,
- fictitious
1. Σχηματίστηκε ή σχεδιάστηκε από τη φαντασία
- "Μια κατασκευασμένη δικαιολογία για την απουσία του"
- "Φανταστείτε λάθος"
- "Φανταστικός χαρακτήρας"
- συνώνυμο:
- κατασκευασμένο ,
- φανταστείτε ,
- φανταστικόσ ,
- πλασματικός
2. Adopted in order to deceive
- "An assumed name"
- "An assumed cheerfulness"
- "A fictitious address"
- "Fictive sympathy"
- "A pretended interest"
- "A put-on childish voice"
- "Sham modesty"
- synonym:
- assumed ,
- false ,
- fictitious ,
- fictive ,
- pretended ,
- put on ,
- sham
2. Υιοθετήθηκε για να εξαπατήσει
- "Πήρε το όνομα"
- "Μια υπόθεση χαράς"
- "Φανταστική διεύθυνση"
- "Φανταστική συμπάθεια"
- "Προσποιημένο ενδιαφέρον"
- "Μια παιδική φωνή"
- "Σεμνότητα καταστροφής"
- συνώνυμο:
- υποτίθεται ,
- ψεύτικος ,
- πλασματικός ,
- φανταστικός ,
- προσποιήθηκε ,
- βάζω ,
- σαμ
Examples of using
Come on, how often do you think a fictitious character needs to change clothes?
Πόσο συχνά πιστεύετε ότι ένας φανταστικός χαρακτήρας πρέπει να αλλάξει ρούχα?